- πετροκυλιστής
- πετροκυλιστήςrolling rocksmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πετροκυλιστής — ὁ, Α αυτός που κυλάει πέτρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + *κυλιστής (< κυλίνδω «κυλώ»), πρβλ. αμαξο κυλιστής] … Dictionary of Greek
πετροκυλιστῇ — πετροκυλιστής rolling rocks masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροκυλιστάς — πετροκυλιστά̱ς , πετροκυλιστής rolling rocks masc acc pl πετροκυλιστά̱ς , πετροκυλιστής rolling rocks masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πετροκυλιστῆι — πετροκυλιστῇ , πετροκυλιστής rolling rocks masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)